- βουνίτης
- βουνίτης [ῑ], ου, ὁ,A dweller on the hills, of Pan, AP6.106 (Zon.).II cf. βωνίτης.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουνίτης — ο (Α βουνίτης) [βουνός] αυτός που κατοικεί στα βουνά … Dictionary of Greek
βουνίτης — βουνί̱της , βουνίτης dweller on the hills masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνῖτα — βουνίτης dweller on the hills masc voc sg βουνίτης dweller on the hills masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek